- Θηβαίδας
- Θηβᾱΐδας , Θηβαίςdweller in the Egyptian Thebaisfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ονούφριος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο όσιος, ο Αιγύπτιος (5oς αι. μ.Χ). Ονομαστή ασκητική φυσιογνωμία της Αιγύπτου. Καταγόταν από την Περσία. Μόνασε αρχικά σε ένα κοινόβιο στην Ερμούπολη της θηβαΐδας και αργότερα αποσύρθηκε στην έρημο… … Dictionary of Greek
άσκαυλος — Μουσικό ποιμενικό όργανο εφοδιασμένο με ασκό για αποθήκευση αέρα. Ο ά. είναι όργανο πολύ συνηθισμένο στην Ευρώπη και σε μερικές περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Στην τυπική του μορφή εμφανίζεται τον Μεσαίωνα ως όργανο των μενεστρέλων, ενώ… … Dictionary of Greek
άσκηση — Η πρώτη σημασία του όρου είναι η φυσική ά. του σώματος, η γυμναστική· αργότερα όμως πήρε και μια έννοια ηθική, σύμφωνα με την οποία, όπως ασκούμε το σώμα για να γίνουμε δυνατότεροι σωματικά, έτσι μπορούμε να γίνουμε και πνευματικά καλύτεροι… … Dictionary of Greek
ευπραξία — (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μόνασε επί 45 χρόνια στο μοναστήρι Θηβαΐδας της Αιγύπτου. Ήταν συγγενής του Θεοδόσιου του Μεγάλου. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουλίου. Μονή της Αγίας Ευπραξίας ΔοκούΓυναικείο μοναστήρι… … Dictionary of Greek
ταβεννησιωτικός — ή, όν, Α [Ταβεννησιῶται] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τάγμα μοναχών τής Θηβαΐδας το οποίο ήταν γνωστό με την ονομασία Ταβεννησιῶται* … Dictionary of Greek
Αγχινόη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Αναφέρονται και με το όνομα Αγχιρρόη. 1. Σύζυγος του βασιλιά Βήλου της Αιγύπτου, κόρη του Νείλου και μητέρα των διδύμων αδελφών Αιγύπτου και Δαναού, καθώς και ενός τρίτου γιου, του Κηφέα. Ο Βήλος ήταν βασιλιάς στη… … Dictionary of Greek
Αντινοούπολις — Αρχαία πόλη της Μέσης Αιγύπτου. Ονομαζόταν έως την εποχή του Αδριανού Βήσα και μετονομάστηκε από αυτόν με το όνομα του ευνοούμενού του Αντίνοου. H Α. βρισκόταν πολύ κοντά στα σύνορα της Θηβαΐδας και της Επτανομίδας (ή Επτά νομοί) και σε πολύ… … Dictionary of Greek
κλασικός κύκλος — Σύνολο επικών έργων, που γράφτηκαν κατά τον Μεσαίωνα, με θέματα πρόσωπα και περιπέτειες της κλασικής αρχαιότητας. Στα έργα, που ήταν εμπνευσμένα από τη ζωή των ιπποτών ή από σκανδιναβικές και ανατολικές παραδόσεις, προστέθηκαν, κατά τα τέλη του… … Dictionary of Greek
Όμβος — Ονομασία αρχαίων αιγυπτιακών πόλεων. Η φαραωνική τους ονομασία ήταν πιθανόν Όμπος. 1. Πόλη κοντά στο σημερινό Λούξορ. Στη νεκρόπολή της βρέθηκαν αξιόλογα ευρήματα. Ανασκάφηκε το 1896 από τον αρχαιολόγο Φ. Πετρί. 2. Πόλη στα δεξιά όχθη του Νείλου … Dictionary of Greek
Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… … Dictionary of Greek